συνοικειωσις

συνοικειωσις
    συνοικείωσις
    συν-οικείωσις
    -εως ἥ досл. сближение, рит. связывание, сочетание
    

(μέ προσόντων Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνοικειωσις" в других словарях:

  • συνοικείωσις — binding together fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικειώσεις — συνοικείωσις binding together fem nom/voc pl (attic epic) συνοικείωσις binding together fem nom/acc pl (attic) συνοικειόω bind together as friends aor subj act 2nd sg (epic) συνοικειόω bind together as friends fut ind act 2nd sg συνοικειόω bind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικειώσεσι — συνοικείωσις binding together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικειώσεσιν — συνοικείωσις binding together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικείωση — η / συνοικείωσις, ώσεως, ΝΑ [συνοικειῶ / ώνω] εξοικείωση, εθισμός αρχ. 1. αστρολ. συνδυασμός 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο πολύ διαφορετικά πράγματα αποδίδονται σε ένα πρόσωπο ή συνδέονται εκφραστικά 3. στον πληθ. αἱ συνοικειώσεις αλληγορική… …   Dictionary of Greek

  • συνοικειώσεως — συνοικειώσεω̆ς , συνοικείωσις binding together fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικείωσιν — συνοικέω dwell pres subj act 3rd pl (epic) συνοικείωσις binding together fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»